διεκπεραιωτής

διεκπεραιωτής
ο
1. αυτός που ασχολείται με την ολοκλήρωση μιας σειράς ενεργειών.
2. υπάλληλος γραφείου που διεκπεραιώνει έγγραφα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διεκπεραιωτής — ο 1. αυτός που ενεργεί τις διεκπεραιώσεις τών εγγράφων 2. αυτός που εκτελεί, φέρει εις πέρας εργασία που τού ανατέθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < διεκπεραιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”